Τετάρτη, 12 Μαρτίου 2008, ώρα 5.30 το απόγευμα…..
Ακριβώς όπως πριν από 5 χρόνια. Τετάρτη, 12 Μαρτίου 2003, ώρα 5.30 το απόγευμα.
Και τι σύμπτωση. Δυο μέρες μετά την Καθαρά Δευτέρα, όπως και φέτος…..
Παρόλα τα προβλήματα υγείας της, κοινωνική όπως πάντα, πήρε τηλέφωνο όλες τις φίλες της να τους ευχηθεί καλή σαρακοστή. Που το βρήκε το κουράγιο……Πρώτα λέει φεύγει η ψυχή και μετά το ελάττωμα. Το ακουστικό το είχε στο αυτί της κάτι σαν…σκουλαρίκι. Η καλύτερη συνδρομήτρια του ΟΤΕ. Της άφηνες τα χάπια στο κομοδίνο της, για να τα πιει κι αυτή τα ξεχνούσε, γιατί τηλεφωνούσε με τις ώρες.
- Πήρες μαμά τα χάπια σου,
- Βεβαίως παιδί μου, όπως ακριβώς μου είχες πει.
- Κι αυτά εκεί στο κομοδίνο, τι είναι. Τσιμουδιά…..
Τα χάπια της ήταν φυσικά. Γιατί αντί για χάπια είχε κοπανήσει τις καραμέλες μέντας για το λαιμό.
Τετάρτη λοιπόν, 12 Μαρτίου 2003.
Το 2003 το είχε σίγουρο. Δέκα περίπου χρόνια νωρίτερα το είχε δει στον ύπνο της. Στην εκκλησία μας , λέει, μια φίλη της την πλησίασε και της ψιθύρισε στο αυτί….το 2003. Εκείνη τρομοκρατημένη πίστεψε ότι η ημερομηνία ήταν προφητική. Κάθε τόσο μας το έλεγε. Κάθε φορά που αδιαθετούσε απογοητευόταν εντελώς….Βλέπεις παιδάκι μου, πλησιάζει κι αυτό το παλιο 2003. Ο μεγάλος μου αδελφός, με τις απίστευτες θεωρίες του, επιμένει ότι μ’ αυτή την έμμονη ιδέα, προγραμμάτισε τον εγκέφαλό της για το μοιραίο. Μπορεί να είναι κι έτσι……
Αποχαιρέτησε λοιπόν τις φίλες της, τους συγγενείς της και τους γνωστούς της από το τηλέφωνο κι αυτό μου θυμίζει μια κουβέντα της, όταν κάποτε οι κόρες μου τη ρώτησαν ποια είναι τα πιο σημαντικά πράγματα που θέλει να θυμάται από τη ζωή της. Οι φίλοι μου και τα ταξίδια μου ήταν η απάντηση. Ούτε καν ο άντρας της, θεός σχωρέστον κι αυτόν (27 χρόνια έκλεισε φέτος)….
Μια βδομάδα νωρίτερα ξύπνησε μέσα στα άγρια μεσάνυχτα. Κοιμόμουνα μαζί της τις τελευταίες μέρες και νόμισα πως είχε έλθει η ώρα να τη βάλω στο αναπνευστικό μηχάνημα. Τι θέλεις μαμά, της λέω. Να ειδοποιήσεις να έλθει η Κατερίνη (η πολυαγαπημένη της ανηψιά κόρη της μαγαλύτερης αδελφής της και πρώτο ανηψάκι στην πατρική της οικογένεια), δεν είμαι καλά σου λέω. Δεν είμαι, εκ φύσεως ζηλιάρα, αλλά εκείνη τη στιγμή άναψε κόκκινο μέσα μέσα μου. Να είναι το μοναδικό της κορίτσι δίπλα της, να την ταϊζει στο στόμα, να την κοιτάει στα μάτια κι αυτή να ζητάει επειγόντως….την Κατερίνη. Η δε τελευταία θα βασανίζεται αιωνίως από τύψεις γιατί δεν κατάφερε να την επισκεφτεί πριν πεθάνει……
Περιμέναμε λοιπόν την προγραμματισμένη επίσκεψη της γιατρού της. Ξύπνησε, πλύθηκε στο μπάνιο και ήλθε να μας βρεί στο σαλόνι. Κάθησε στον καναπέ της και η γιατρός άρχισε να την εξετάζει, Φτάνει και η καλύτερη παιδική μου φίλη για επίσκεψη. Δεν πρόλαβε να μας χαιρετήσει και άρχισαν να πέφτουν οι τίτλοι του τέλους. Μια ξαφνική κρίση δύσπνοιας, κορίτσια θα σκάσω, φέρτε μου το μηχάνημα αμέσως, έγειρε το κεφαλάκι της προς τα πίσω και πέταξε. Αυτό ήταν. Ξαφνικό, γρήγορο και μέσα στις αγκαλιές της γιατρού, της κόρης και της φίλης. Από τότε κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι να πεθαίνεις ανάμεσα στις αγκαλιές των δικών σου ανθρώπων. Εύχομαι το ίδιο να συμβεί και σε μένα όταν θα έλθει αυτή η ώρα….
Από κει και ύστερα όλα είναι στο μυαλό μου σαν κινηματογραφική ταινία. Οι προετοιμασίες, η κηδεία, ο ατελείωτος κόσμος, τα συλλυπητήρια, τα τρήμερα, τα εννιάμερα, τα σαράντα, τα κόλυβα. ΄Όλα μόνη μου και σύμφωνα με τις επιθυμίες της. Τον θάνατο τον έτρεμε στην κυριολεξία. Παρόλα αυτά μου πέταγε και κάποιες εντολές-επιθυμίες. Τα μνημόσυνά μου τα θέλω όλα Σάββατα και όχι τίποτα κουλουράκια στο νεκροταφείο αλλά στάρι κανονικό και διαβασμένο σε λειτουργία. Αν μπορώ ας κάνω κι αλλιώς. ΄Οσο αντιδρούσα στις εντολές της όταν ήταν ζωντανή άλλο τόσο τήρησα και τηρώ τις επιθυμίες της τώρα που έφυγε.
Ο πόνος απέραντος και βουβός. Κανένας δεν κατάλαβε ποτέ πόσο μου στοίχισε ο θάνατός της και πόσο μου έλειψε η παρουσία της. Εγωίστρια εκ φύσεως και εξαιρετικά σκληρή δεν ήθελα να δείξω τίποτα εξωτερικά. Ο άντρας μου, μου το κοπανάει μέχρι σήμερα. Ούτε ένα δάκρυ δεν έχυσες στην κηδεία της μάνας σου. Η καρδιά μου το ξέρει…..Μόνο εγώ, ο Θεός και η ψυχή της, αν με βλέπει....
Τα χειρότερα ήλθαν όταν άρχισα να διαλύω το σπιτικό της. Όταν χάσαμε τον πατέρα μου δεν κατάλαβα τίποτα. Μόνο το πρώτο Πάσχα και τα πρώτα Χριστούγεννα μετά το θάνατό του ένιωσα κάπως διαφορετικά. Και να πεις ότι δεν τον αγαπούσα, Τρελή αδυναμία… Αλλά με τη μαμά τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Στα 53 μου έμαθα τι θα πει αληθινή ορφάνια. Και είναι αλήθεια αυτό που λένε ότι τα σπίτια κλείνουν όταν φεύγουν οι μάνες. ΄Ισως επειδή τότε νιώθεις ότι κλείνει ένας μεγάλος κύκλος, ότι τελειώνει μια ολόκληρη εποχή που συμπεριλαμβάνει εκτός από τις ζωές των γονιών σου αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της δικής σου ζωής. Μέσα στις ντουλάπες της ανακάλυψα πράγματα που δεν περίμενα ποτέ ότι θα βρω. Το νυφικό της, λευκό, μίντι με γαλάζια μισοφέγγαρα, την ανθοδέσμη της, με αποξηραμένα λευκά και κόκκινα γαρύφαλλα, τα φυτίλια από τις λαμπάδες της (άκου…), το κουτί με τα στέφανα……
Πήρα μια μεγάλη καφέ βαλίτσα (αυτή με τα πολλά ταξίδια κι εκδρομές με τις φίλες της) και τα φύλαξα όλα με πολλή ευλάβεια και περισσότερα δάκρυα. Τα ενθύμια τα δικά της και του πατέρα μου. Το κομπολόϊ του, τα γιαλιά του, τα ρολόγια του, τον πρώτο διορισμό του στο Δημόσιο (1935), την απόλυσή του το 1968 από τη χούντα, τους επαίνους της Εθνικής Αντίστασης.
Και μέχρι να πεθάνω θα έχω την απορία, πως μια μεγάλη καφέ βαλίτσα κατάφερε να χωρέσει τα απομεινάρια της ζωής δυο ανθρώπων….που για μένα αντιπροσωπεύουν μια ολόκληρη εποχή…
Ακριβώς όπως πριν από 5 χρόνια. Τετάρτη, 12 Μαρτίου 2003, ώρα 5.30 το απόγευμα.
Και τι σύμπτωση. Δυο μέρες μετά την Καθαρά Δευτέρα, όπως και φέτος…..
Παρόλα τα προβλήματα υγείας της, κοινωνική όπως πάντα, πήρε τηλέφωνο όλες τις φίλες της να τους ευχηθεί καλή σαρακοστή. Που το βρήκε το κουράγιο……Πρώτα λέει φεύγει η ψυχή και μετά το ελάττωμα. Το ακουστικό το είχε στο αυτί της κάτι σαν…σκουλαρίκι. Η καλύτερη συνδρομήτρια του ΟΤΕ. Της άφηνες τα χάπια στο κομοδίνο της, για να τα πιει κι αυτή τα ξεχνούσε, γιατί τηλεφωνούσε με τις ώρες.
- Πήρες μαμά τα χάπια σου,
- Βεβαίως παιδί μου, όπως ακριβώς μου είχες πει.
- Κι αυτά εκεί στο κομοδίνο, τι είναι. Τσιμουδιά…..
Τα χάπια της ήταν φυσικά. Γιατί αντί για χάπια είχε κοπανήσει τις καραμέλες μέντας για το λαιμό.
Τετάρτη λοιπόν, 12 Μαρτίου 2003.
Το 2003 το είχε σίγουρο. Δέκα περίπου χρόνια νωρίτερα το είχε δει στον ύπνο της. Στην εκκλησία μας , λέει, μια φίλη της την πλησίασε και της ψιθύρισε στο αυτί….το 2003. Εκείνη τρομοκρατημένη πίστεψε ότι η ημερομηνία ήταν προφητική. Κάθε τόσο μας το έλεγε. Κάθε φορά που αδιαθετούσε απογοητευόταν εντελώς….Βλέπεις παιδάκι μου, πλησιάζει κι αυτό το παλιο 2003. Ο μεγάλος μου αδελφός, με τις απίστευτες θεωρίες του, επιμένει ότι μ’ αυτή την έμμονη ιδέα, προγραμμάτισε τον εγκέφαλό της για το μοιραίο. Μπορεί να είναι κι έτσι……
Αποχαιρέτησε λοιπόν τις φίλες της, τους συγγενείς της και τους γνωστούς της από το τηλέφωνο κι αυτό μου θυμίζει μια κουβέντα της, όταν κάποτε οι κόρες μου τη ρώτησαν ποια είναι τα πιο σημαντικά πράγματα που θέλει να θυμάται από τη ζωή της. Οι φίλοι μου και τα ταξίδια μου ήταν η απάντηση. Ούτε καν ο άντρας της, θεός σχωρέστον κι αυτόν (27 χρόνια έκλεισε φέτος)….
Μια βδομάδα νωρίτερα ξύπνησε μέσα στα άγρια μεσάνυχτα. Κοιμόμουνα μαζί της τις τελευταίες μέρες και νόμισα πως είχε έλθει η ώρα να τη βάλω στο αναπνευστικό μηχάνημα. Τι θέλεις μαμά, της λέω. Να ειδοποιήσεις να έλθει η Κατερίνη (η πολυαγαπημένη της ανηψιά κόρη της μαγαλύτερης αδελφής της και πρώτο ανηψάκι στην πατρική της οικογένεια), δεν είμαι καλά σου λέω. Δεν είμαι, εκ φύσεως ζηλιάρα, αλλά εκείνη τη στιγμή άναψε κόκκινο μέσα μέσα μου. Να είναι το μοναδικό της κορίτσι δίπλα της, να την ταϊζει στο στόμα, να την κοιτάει στα μάτια κι αυτή να ζητάει επειγόντως….την Κατερίνη. Η δε τελευταία θα βασανίζεται αιωνίως από τύψεις γιατί δεν κατάφερε να την επισκεφτεί πριν πεθάνει……
Περιμέναμε λοιπόν την προγραμματισμένη επίσκεψη της γιατρού της. Ξύπνησε, πλύθηκε στο μπάνιο και ήλθε να μας βρεί στο σαλόνι. Κάθησε στον καναπέ της και η γιατρός άρχισε να την εξετάζει, Φτάνει και η καλύτερη παιδική μου φίλη για επίσκεψη. Δεν πρόλαβε να μας χαιρετήσει και άρχισαν να πέφτουν οι τίτλοι του τέλους. Μια ξαφνική κρίση δύσπνοιας, κορίτσια θα σκάσω, φέρτε μου το μηχάνημα αμέσως, έγειρε το κεφαλάκι της προς τα πίσω και πέταξε. Αυτό ήταν. Ξαφνικό, γρήγορο και μέσα στις αγκαλιές της γιατρού, της κόρης και της φίλης. Από τότε κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι να πεθαίνεις ανάμεσα στις αγκαλιές των δικών σου ανθρώπων. Εύχομαι το ίδιο να συμβεί και σε μένα όταν θα έλθει αυτή η ώρα….
Από κει και ύστερα όλα είναι στο μυαλό μου σαν κινηματογραφική ταινία. Οι προετοιμασίες, η κηδεία, ο ατελείωτος κόσμος, τα συλλυπητήρια, τα τρήμερα, τα εννιάμερα, τα σαράντα, τα κόλυβα. ΄Όλα μόνη μου και σύμφωνα με τις επιθυμίες της. Τον θάνατο τον έτρεμε στην κυριολεξία. Παρόλα αυτά μου πέταγε και κάποιες εντολές-επιθυμίες. Τα μνημόσυνά μου τα θέλω όλα Σάββατα και όχι τίποτα κουλουράκια στο νεκροταφείο αλλά στάρι κανονικό και διαβασμένο σε λειτουργία. Αν μπορώ ας κάνω κι αλλιώς. ΄Οσο αντιδρούσα στις εντολές της όταν ήταν ζωντανή άλλο τόσο τήρησα και τηρώ τις επιθυμίες της τώρα που έφυγε.
Ο πόνος απέραντος και βουβός. Κανένας δεν κατάλαβε ποτέ πόσο μου στοίχισε ο θάνατός της και πόσο μου έλειψε η παρουσία της. Εγωίστρια εκ φύσεως και εξαιρετικά σκληρή δεν ήθελα να δείξω τίποτα εξωτερικά. Ο άντρας μου, μου το κοπανάει μέχρι σήμερα. Ούτε ένα δάκρυ δεν έχυσες στην κηδεία της μάνας σου. Η καρδιά μου το ξέρει…..Μόνο εγώ, ο Θεός και η ψυχή της, αν με βλέπει....
Τα χειρότερα ήλθαν όταν άρχισα να διαλύω το σπιτικό της. Όταν χάσαμε τον πατέρα μου δεν κατάλαβα τίποτα. Μόνο το πρώτο Πάσχα και τα πρώτα Χριστούγεννα μετά το θάνατό του ένιωσα κάπως διαφορετικά. Και να πεις ότι δεν τον αγαπούσα, Τρελή αδυναμία… Αλλά με τη μαμά τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Στα 53 μου έμαθα τι θα πει αληθινή ορφάνια. Και είναι αλήθεια αυτό που λένε ότι τα σπίτια κλείνουν όταν φεύγουν οι μάνες. ΄Ισως επειδή τότε νιώθεις ότι κλείνει ένας μεγάλος κύκλος, ότι τελειώνει μια ολόκληρη εποχή που συμπεριλαμβάνει εκτός από τις ζωές των γονιών σου αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της δικής σου ζωής. Μέσα στις ντουλάπες της ανακάλυψα πράγματα που δεν περίμενα ποτέ ότι θα βρω. Το νυφικό της, λευκό, μίντι με γαλάζια μισοφέγγαρα, την ανθοδέσμη της, με αποξηραμένα λευκά και κόκκινα γαρύφαλλα, τα φυτίλια από τις λαμπάδες της (άκου…), το κουτί με τα στέφανα……
Πήρα μια μεγάλη καφέ βαλίτσα (αυτή με τα πολλά ταξίδια κι εκδρομές με τις φίλες της) και τα φύλαξα όλα με πολλή ευλάβεια και περισσότερα δάκρυα. Τα ενθύμια τα δικά της και του πατέρα μου. Το κομπολόϊ του, τα γιαλιά του, τα ρολόγια του, τον πρώτο διορισμό του στο Δημόσιο (1935), την απόλυσή του το 1968 από τη χούντα, τους επαίνους της Εθνικής Αντίστασης.
Και μέχρι να πεθάνω θα έχω την απορία, πως μια μεγάλη καφέ βαλίτσα κατάφερε να χωρέσει τα απομεινάρια της ζωής δυο ανθρώπων….που για μένα αντιπροσωπεύουν μια ολόκληρη εποχή…
Με καθήλωσες με το κείμενο αυτό, βούρκωσα :( :( :(. Γράφεις πολύ όμορφα!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήRosi από το φόρουμ του χόμπι
το περασα κι εγω πριν δεκα χρονια και ακομα δεν το εχω ξεπερασει .
ΑπάντησηΔιαγραφήδεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι... πολύ ωραία γραφή...από καρδιάς.
ΑπάντησηΔιαγραφήkiki
Εφτασε μεχρι την καρδια και βγηκε με εναν αναστεναγμο η συγκηνηση που ενοιωσα διαβαζοντας το κοματι της ζωης σου
ΑπάντησηΔιαγραφήΑχ βρε Ελένη είναι η δεύτερη φορά που διαβάζω αυτό το κείμενο και πάλι βούρκωσα.........
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο να πονείς και να το λες
ΑπάντησηΔιαγραφήαυτός δεν είναι πόνος
μα να πονείς και να μην κλαίς
και να το ξέρεις μόνος.
Τον πόνο μου δε μαρτυρώ
και τον καημό δε δείχνω
γιατί κι αν επροσπάθησα
παρηγοριά δε βρήχνω.
Ελένη μου αυτό το πήρα απο ενα παλιο κρητικό τραγούδι . Νομίζω οτι αντιπροσωπεύει ολους εμας που δεν είμαστε εκδηλωτικοί .
Με συγκίνησες πολύ και μου θύμισες διαφορα .Φιλάκια
Ελενακι μου καλο πριν σε '''γνωρισω''ειχα διαβασει αυτα που εβγαλες μεσα απο την ψυχούλα σου και ειπα να μια ποιητρια
ΑπάντησηΔιαγραφήτωρα λεω να ενας Ανθρωπος
Σας ευχαριστώ πολύ όλους.....είναι αλήθεια ότι για αρκετά χρόνια δεν τολμούσα να αναφέρω κάτι σχετικό με τη μάνα μου και να μη με πάρουν τα ζουμιά.....εγώ που δεν έκλαιγα ποτέ (..και δεν κλαίω) μπροστά σε τρίτους. Στράβωσαν τα ματάκια μου...ανέβασα ζάχαρο.... Και σκέφτηκα ότι οι άνθρωποι που με έχουν ανάγκη με θέλουν γερή και δυνατή. Κι αυτό θα ήθελε και η μάνα μου....και με αυτή τη σκέψη και με τη βοήθεια του πανδαμάτορα χρόνου.....ο πόνος μαλάκωσε. Αλλωστε ο χρόνος εκτός από πανδαμάτωρ είναι και γιατρός. Ετσι δεν λένε ????? Αααα....τώρα είναι και κάτι άλλο που με παρηγορεί...Σκέφτομαι ότι αν ζούσε, φέτος θα έκλεινε τα 90...οπότε ???
ΑπάντησηΔιαγραφή